Skip to content Skip to navigation

«Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες» κριτική του Γιάννη Πατρίκου

Γράφει: 
ο Γιάννης Πατρίκος στην εφημερίδα Θεσσαλία - Φιλόλογος Συγγραφέας

Η διακεκριμένη καταξιωμένη ποιήτρια συμπολίτισσα Χαρούλα Φράγκου αυτή τη φορά, τον παρελθόντα Δεκέμβριο, δημοσίευσε από τις εκδόσεις Γαβριηλίδης τη μυθιστορηματική βιογραφία-ψυχογραφία «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες» σχ. 414,5Χ21,5 εκ. Και 434 σελίδες που αφιερώνει «Στα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες/ και σε όσους επιμένουν ν’ αγαπούν».

Κεντρική ηρωίδα του περιεχομένου του βιβλίου είναι η ταυτιζόμενη με τη συγγραφέα Μυρσίνη, μοναχοπαίδι εύπορης αστικής οικογένειας του Βόλου, η οποία μετά τη μη αναστρέψιμη αναποδιά και κατάρευση της επιχειρήσεως, λόγω της κατοχής και της οικονομικής δυσπραγίας που επακολούθησε, του πατέρα της –διατηρούσε εργοστάσιο ανδρικών ενδυμάτων- και τον θάνατό του, ακολουθώντας τη μητέρα της,που, για να βιοπορίσουν, προσελήφθη να εργασθεί στο φιλανθρωπικό ίδρυμα ορφανών κοριτσιών «Άσυλον Παιδιού Βόλου (ΑΠΒ)» κατέστη εσώκλειστος τρόφιμος αυτού στα χρόνια 1957-1962. Η όλη υπόθεση διαρθρώνεται σε τρία μέρη.
Με τους σεισμούς το 1955 το σπίτι της Μυρσίνης στη συμβολή Γαλλίας- Μαυροκορδάτου υπέστη σοβαρές βλάβες και κατέστη μη κατοικήσιμο και έτσι διέμειναν επί ενάμισι χρόνο μέχρι το 1957 σε σπίτι στη Ν. Ιωνία. Γίνεται αναφορά στη ζωή των Μικρασιατών προσφύγων, στα φιλόξενα αισθήματα, στην καθημερινή ζωή τους, στον Κυριακάτικο περίπατο, νυφοπάζαρο,, στο Φαρδύ, στις εργαζόμενες στο εργοστάσιο τσιγάρων Ματσάγγου (Ιωλκού- Ερμού, Π. Μελά, Αλεξάνδρας), στα γεγονότα του ολέθριου το 1922 ξεριζωμού του Μικρασιατικού Ελληνισμού από τις πανάρχαιες εστίες τους, αλλά και στους διωγμούς των Ελλήνων της Κωνσταντινουπόλεως το 1955.
Στο Μέρος Πρώτο «Δίκην Ημερολογίου» η συγγραφέας, με καμβά την ιστορία και λειτουργία του ΑΠΒ και αφορμώμενη από μία βροχερή ημέρα του Οκτώβρη 2006, όταν συναντήθηκε σε καφετέρια της πόλης μας, με τη Δάφνη, Αφροδίτη και Μαργαρίτα, φίλες από το Άσυλο και εμνήσθησαν ημερών αρχαίων, αρχίζει να ξομπλιάζει κατ’ έτος, ξεκινώντας από το 1957, όταν δωδεκάχρονο κορίτσι εισήλθε στο ίδρυμα με τη μητέρα της Αικατερίνη (Λουκία), τις ψηφίδες των βιωμάτων της ημέρας της πρώτης εισόδου της σ’ αυτό, της συναναστροφής με τ’ άλλα κορίτσια, που συγκρατούσαν τα μαλλιά τους με άσπρες κορδέλες και των εντυπώσεων από τα ιθύνοντα του ΑΠΒ πρόσωπα. Την αοίδιμο Αμαλία Ζογλοπίτου πονεμένη γυναίκα με άκρως διακριτική παιδαγωγική συμπεριφορά, τη διευθύντρια, τη «Μητέρα της καρδιάς» όπως με ειλικρινή σεβασμό την αποκαλούσαν, διότι υπήρξε επί είκοσι τέσσερα έτη όντως φιλόστοργη μητέρα γι’ αυτά τα ορφανά ή πολύ πτωχών οικογενειών κορίτσια, τη λογίστρια Κική που με νοικοκυροσύνη κουμαντάριζε τα οικονομικά αυτού, την επιμελήτρια Κλεοπάτρα (Αντιγόνη) τις επί πολλά έτη προέδρους του Διοικητικού Συμβουλίου Μαίρη Κόττα και Αικατερίνη  Πέτρου, τις καλοσυνάτες δεσποινίδες μέλη του.
Κατά τη ροή της αφηγήσεως για τη ζωή και ιστορία του ΑΠΒ που ξεκίνησε το 1922, για να περιθάλψει ορφανά προσφυγόπαιδα της Μικρασιατικής καταστροφής, γίνεται αναφορά στους σεισμούς του 1955, οι οποίοι κατέστησαν ετοιμόρροπο το οίκημα στη συμβολή Φιλελλήνων-Δημητριάδος και τα κορίτσια μεταφέρθηκαν προς φιλοξενεία στο Σικιαρίδειο ίδρυμα Αθηνών κι’ ακολούθως στο παλαιό εργοστάσιο Υφαντουργίας Παπαγεωργίου στα Παλιά. Με ενέργειες του Δ.Σ η Σουηδική Φιλανθρωπική Οργάνωση “Radda Barnen”, προσέφερε λυόμενο ξύλινο κτήριο με όλες τις ανέσεις, που ανεγέρθη στην περιοχή «Λεύκα» Βόλου. Εγκαινιάστηκε στις 23 Ιουνίου 1957 με Αγιασμό από τον τότε αοίδιμο Μητροπολίτη Ιωακείμ με την παρουσία όλων των αρχών της πόλεως, εκπροσώπων της εν λόγω Σουηδικής Οργανώσεως, του προσωπικού και του Δ.Σ του ΑΠΒ. Ήταν ημέρα ξεχωριστής χαράς και ανακουφίσεως.
Από τα κορίτσια του ΑΠΒ δεν μπόρεσαν πολλά να μορφωθούν, αν και το άξιζαν, λόγω συνθηκών. Έτσι μόνο η Ισμήνη, η Ευτυχία και η Μυρσίνη, εκείνη τουλάχιστον την εποχή, μετέβαιναν στο Γυμνάσιο Θηλέων στεγαζόμενο σε ξύλινο κτήριο, όπου σήμερα το 6ο Δημοτικό Σχολείο και κατέστησαν αδελφικές φίλες. Οι άλλες κοπέλες μάθαιναν τη μοδιστική ή υφαντική τέχνη. Με γλαφυρότητα η συγγραφέας σκιτσάρει τους χαρακτήρες των κοριτσιών που συμβίωνε, τη με το χρόνο σωματική τους αλλαγή , τα σκιρτήματα της καρδιάς από την αφύπνιση της ήβης, τα αθώα φλερτ προς το έτερο φύλο και περιγράφει τις εκδρομές στην Ανακασιά, Καλά Νερά, τα μπάνια στον Άναυρο, τις κατασκηνώσεις της Πορταριάς, τα παιχνίδια στον αύλειο χώρο. Με συγκίνηση αναφέρεται στα κατανυκτικά βιώματα της Μ. Εβδομάδας, στη συνάντηση των Επιταφίων στην Παραλία, που εφάρμοσε ο αοίδιμος Μητροπολίτης Δαμασκηνός, όπου γινόταν δέηση και μιλούσε ο ίδιος για τη σημασία του θείου πάθους και της Αναστάσεως.
Ευδιάτακτα η Χ.Φ ανατρέχει στο παρελθόν με αναφορές στις οδυνηρές συνέπειες του Εμφυλίου1946-1949 στο Κυπριακό, στην ΕΟΚΑ, στον εθνάρχη Μακάριο, στους με αγχόνη μαρτυρήσαντες Κυπρίους αγωνιστές, στην αγριότητα των Άγγλων κατακτητών, στη Συνθήκη Ζυρίχης 1959, στις εκλογές του 1961 και στον «Ανένδοτο» αγώνα του Γ. Παπανδρέου, στην εκλογική νίκη της Ε.Κ το 1963 και 1964, στο ρυθμό ζωής των Βολιωτών των δεκαετιών ’50 και ’60. Ιδιαίτερα μνημονεύει το θείο της Πέτρο, καλόκαρδο, φιλεύσπλαχνο, ευγενή άνθρωπο που της παραστάθηκε σαν πατέρας στην ορφάνια της. Κατά διαστήματα την Κυριακή έβγαζε βόλτα τη Μυρσίνη και τις φίλες της, παρακολουθούσαν ταινία στον κινηματογράφο και κατέληγαν στη «Μινέρβα» για πάστα φούρνου. Συνάμα ξεδιπλώνει συγκλονιστικές πτυχές της ζωής των κοριτσιών που συμβίωναν μαζί της στο ΑΠΒ. Της Δάφνης, Ευτυχίας, Μαργαρίτας, Ισμήνης, Καλομοίρας, Συραγώς, Λεμονιάς, Αφροδίτης, Αγγελικής,Πιπίτσας, ερωτευμένης με τον Βαγγέλη που τον παντρεύτηκε, της Φροσούλας, Ακριβούλας δυσκίνητης λόγω αναπηρίας. Θίγει δε και τη δραματική περιπέτεια του βιολιού του πατέρα της στα χέρια του οικογενειακού φίλου Ζώη.
Παράλληλα γίνεται μνεία της συμμετοχής των κοριτσιών του Ιδρύματος σε ομάδες οδηγών προσκόπων, των οικονομικών πόρων αυτού από κρατικές επιχορηγήσεις, τακτικές συνδρομές μελών, από χορούς στην «Εξωραιστική» Λέσχη Βόλου και στο Ξενία, προσώπων της τέχνης Κώστα Ζημέρη, Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, σελίδων τοπικής ιστορίας- μυθολογίας, περίπτωση Αρχαίας Άλου, βασιλιά Αθάμαντος, πατέρα Φρίξου- Έλλης, Αθαμάντειου Πεδίου, ανθρωποθυσιών στο βωμό Λαφυστίου Διός.
Στο Μέρος δεύτερο «Πανανθρώπινη Αλληλεγγύη – Εθελοντισμός», η Χαρούλα Φράγκου αναφέρεται ευσύνοπτα στην όλη ιστορία του ΑΠΒ από ιδρύσεως του 1922 έως του κλεισίματος 1η Ιουλίου 1991 και της παραδόσεως των κλειδιών το 1996 στην αρμόδια Αρχή, στους κατά καιρούς ευεργέτες του, στη μετέπειτα στέγαση στους χώρους αυτού του Παιδικού Σταθμού «Πινόκιο», στη μεγάλη εθελοντική με αυταπάρνηση προσφορά των Κυριών και Δεσποινίδων του Δ.Σ –αναφέρονται ονομαστικά- για να κρατήσουν σε αξιέπαινη λειτουργία το ίδρυμα. Ιδιαίτερη συγκινητική μνεία γίνεται για το θάνατο στις 7-3-1975 της Αμαλίας Ζογλοπίτου, διευθύντριας του ΑΠΒ σημαντικής αξιομίμητης προσωπικότητας, η οποία «δεν είχε δικά της παιδιά, όμως την έκλαψαν δεκάδες ορφανά, γιατί ήταν η «Μητέρα τους», η αγκαλιά που δεν έμεινε ποτέ κλειστή για κείνα, τα χείλη που συμβούλευαν πάντα το καλό, η καρδιά που έδινε και έπαιρνε Αγάπη» Παρατίθεται επικήδειο δημοσιευθέν στη «Θεσσαλία» της 9-3-1975 κείμενο: «Πένθη, Η Αμαλία του Ασύλου Παιδιού Βόλου», πίνακας των Κυριών και Δεσποινίδων που διετέλεσαν Πρόεδροι και Γραμματείς του ΑΠΒ κατά χρονολογία από 1922-1996 και το συγκινητικό κείμενο ομιλίας της Προέδρου Κατερίνας Πέτρου «Παράδοση του κτηρίουΑσύλου Παιδιού Βόλου» στο Δήμο Βόλου 1996. Με τη φροντίδα της οποίας το Αρχείο του ΑΠΒ παραδόθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους Ν. Μαγνησίας.
Τέλος στο Μέρος Τρίτο. «Λίγο προτού πούμε αντίο» με μότο: Μιλάνε την ίδια γλώσσα αυτοί που σπούδασαν τον ίδιο πόνο» Ιάσων Ευαγγέλου η Χ.Φ με δραματικό τρόπο συζητώντας με τη μητέρα της ξετυλίγει και ξεδιαλύνει την ιστορία του βιολιού του πατέρα της στα χέρια του τραγικού προσώπου Ζώη κι’ επέρχεται η «κάθαρσις» Έντονα φορτισμένες συγκινησιακά οι στιγμές του αποχωρισμού της Μυρσίνης από τις αγαπημένες φίλες της που επί πενταετία συμβίωσαν στο ΑΠΒ και τώρα αγκαλιασμένες τραγουδούν με δάκρυα «΄Οχι δεν χωριζόμαστε για πάντοτε παιδιά/ μα θα ξανανταμώσουμε και άλλη μια φορά./ Γλυκό κι’ ωραίο παρελθόν που ζήσαμε μαζί/ ας μείνει μια ανάμνηση στη νέα μας ζωή...» Έτσι η Μυρσίνη (Χαρούλα Ηλία-Φράγκου) φεύγει από το ΑΠΒ , για να συναντήσει τον πολυαγαπημένο της Φίλιππο, καλό μου φίλο, αλησμόνητο μακαριστό Δημήτρη Φράγκου, για να συμπορευτούν στη ζωή με τα δεσμά του γάμου και να δημιουργήσουν μια χρηστή οικογένεια με τρία χαριτωμένα τέκνα. Φωτογραφίες από τη ζωή του ΑΠΒ κλείνουν το βιβλίο.
Εξαίρετο, γλαφυρό, με ρέοντα ευκίνητο λόγο, πεζογράφημα με μυθιστορηματική πλοκή, «ηδίαλγο» και χαρμολύπης  εντρύφημα ψυχής, που κρατεί αδιάπτωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, θυμίζοντάς του γεγονότα των δεκαετιών ’50 και ’60, πλούσιο σε στοιχεία για τον του παρόντος και του μέλλοντος ερευνητή, που θα καταγράψει την Ιστορία του Ασύλου Παιδιού Βόλου. Γι’ αυτό συγχαίρουμε εγκάρδια τη συγγραφέα που με βιωματικό τρόπο πολύ μας συγκίνησε δείχνοντάς μας περίτρανα πως εκτός από καταξιωμένη ποιήτρια είναι και αξιόλογος πεζογράφος. Εύγε. Μπορεί να προσφέρει πολλά και στον έντεχνο πεζό λόγο.

                                                                                                Εφημερίδα «Θεσσαλία» 29-1-2017
Θέμα: 
 

Τα βιβλία μου