Skip to content Skip to navigation

H Χαρούλα Φράγκου στους χώρους της μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας, κριτική του Κώστα Λιάπη

Γράφει: 
ο Κώστας Λιάπης στην εφημερίδα Ταχυδρόμος - Συγγραφέας Εκπαιδευτικός

Τη Χαρούλα Φράγκου ο πνευματικός κόσμος του ευρύτερου χώρου του Βόλου αλλά και της Θεσσαλίας (και πάλι όχι μόνο) την ξέρει, τη διαβάζει και τη θαυμάζει κυρίως ως καταξιωμένη ποιήτρια, μ’ ένα πλούσιο και ιδιαίτερα ποιοτικό και γι’ αυτό βραβευμένο έμμετρο έργο.

Ένα έργο που για όσους δεν το ξέρουν η ανήσυχη ποιητική της φλέβα το ξεκίνησε «εξ απαλών ονύχων», που λέμε, γράφοντας ολοκληρωμένα και θαυμαστά (τηρουμένων βέβαια των αναλογιών) ποιητικά συνθέματα από παιδίσκη ακόμα – και για όσους αμφιβάλλουν έχω στο ταγάρι μου τέτοια δείγματα της αξιοσύνης της, ξεκινημένα πολύ  πριν η ίδια περάσει στην εφηβεία! Αλλά, ακόμα, και πολύ πριν αρκετά ποιήματά της μελοποιηθούν από Έλληνες και ξένους συνθέτες και η τρίτη από τις ποιητικές συλλογές της (μια τέταρτη περιμένει στα συρτάρια της) αξιωθεί με το Πρώτο Βραβείο της UNESCO στο διαγωνισμό «ΣΙΚΕΛΙΑΝΑ» του 2011. 

   Η ίδια ωστόσο, εδώ και κάποια χρόνια δεν εντυπωσιάζει τους φίλους και τους αναγνώστες της μόνο με την ποιητική της αξιοσύνη, αλλά και με τις σκόρπιες επιδόσεις της και στον πεζό λόγο, με τα αντίστοιχα δείγματα της εξίσου σημαντικής γραφής της  (άρθρα, δοκίμια αλλά και διηγήματα), δημοσιευμένα στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο όχι μόνο και πάλι του Βόλου.
    Φαίνεται όμως –και  μας το έχει η ίδια αποδείξει με τις κατά καιρούς πνευματικές εκπλήξεις και εκρήξεις της– πως και πάλι δεν την χωρούν τα στενά τούτα λογοτεχνικά όρια. Πως ο Πήγασός της είχε  και έχει πάντα ακόμα πιο ευρύτερους πνευματικούς ορίζοντες να φτάσει και να προσπεράσει.
    Και να ένας νέος τέτοιος ορίζοντας, ένα καινούργιο στάδιο δόξης λαμπρό για την πνευματικά διαρκώς ανήσυχη και πολυτάλαντη στο χώρο της γραφής συμπολίτισσα και εκλεκτή φίλη: Ο ορίζοντας της μυθιστορηματικής γραφής, που ήδη αποτελεί τη νέα κατάκτησή της, με το ογκώδες αλλά καλοδεμένο και καλαίσθητο πόνημά της «Τα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες» (Εκδόσεις Γαβριηλίδη, Αθήνα 2016, σ. σ. 434). Ένα πόνημα - καρπός μακράς πνευματικής κύησης, που κυκλοφόρησε στο τέλος του περασμένου χρόνου και που εντάσσεται στο χώρο της καθαρής μυθιστορηματικής αυτοβιογραφίας. Με υπαρκτά όλα τα δρώντα πρόσωπα, τα αφηγούμενα περιστατικά, αλλά και τον χρόνο που εκτυλίσσεται η όλη ιστορία –που στην ουσία εντάσσεται στο χώρο της βολιώτικης ζωντανής μικροϊστορίας–  και με την ίδια τη συγγραφέα κεντρικό πρόσωπό της και μαζί αφηγήτριά της. Και βέβαια, μ’ ένα τέτοιο αυθεντικό  μέχρι κεραίας χρονικό δεν χρειαζόταν να επιστρατευτεί καμιά φανταστική επικουρία παρά μόνο το κουβάρι των αναμνήσεων της ίδιας της αφηγήτριας και ο γνήσιος ψυχικός της κόσμος, Ένας κόσμος που ζωντάνεψε, κινητοποίησε και προίκισε με  χρώμα, αίσθημα και ανθρωπιά την έτσι κι αλλιώς πέρα για πέρα αληθινή και συγκινητική ιστορία που καταγράφει, με μόνη και θεμιτή για την οικονομία της μυθιστορίας αλλαγή του ονόματός της από Χαρούλα σε Μυρσίνη, της μακαρίτισσας μητέρας της από Αικατερίνη σε Λουκία και του επίσης μακαρίτη συζύγου της από Δημήτρης σε Φίλιππος.
 
   Πολύ συνοπτικά το χρονικό της όλης ιστορίας:  Μεταπολεμικός και μετεμφυλιακός Βόλος, δεκαετία του 1950. Η 10χρονη Μυρσίνη βιώνει εξ απαλών ονύχων την κατάρρευση της οικογενειακής επιχείρησης και τον θάνατο του πατέρα της, που συνέπεσε με τους καταστροφικούς σεισμούς του 1955. Με κατεστραμμένο το σπίτι μάνα και κόρη μετακομίζουν σε σπίτι του συνοικισμού της Ν. Ιωνίας. Το 1957 όμως, η μικρή κόρη ακολουθεί τη μητέρα της, που αναγκάζεται να δουλέψει εσώκλειστη στο φιλανθρωπικό ίδρυμα ορφανών κοριτσιών «Άσυλον Παιδιού Βόλου», και παραμένει φιλοξενούμενη και στην ουσία τρόφιμος του ιδρύματος και η ίδια ως το 1962. Εκεί, βιώνοντας τη ζωή του Ιδρύματος, των ανθρώπων που εργάζονται σ’ αυτό και των ορφανών κοριτσιών τροφίμων του αλλά και παρακολουθώντας παράλληλα τη ζωή της πόλης με όλα τα τοπικά κοινωνικά, πολιτιστικά, πνευματικά γεγονότα και δρώμενα, ξεδιπλώνει τα παρθενικά πνευματικά φτερά της και καταγράφει και συγκεντρώνει σαν σε κουβάρι όλο το πυκνό σμάρι των εντυπώσεών της. Τούτο το μνημονικό κουβάρι, πλουτισμένο και με τα αποκτημένα στα κατοπινά χρόνια γνωστικά στοιχεία που σχετίζονται με τη νεότερη ιστορία του Ασύλου Βόλου και ποικιλμένο με τα καλλιεργημένα χρόνια τώρα απ’ την ίδια στολίδια του λόγου, πεζού και έμμετρου, αλλά και του πλούσιου συναισθηματικού της κόσμου, συνθέτουν την ύλη τούτου του πολύ σημαντικού βιβλίου της. 
     Μια ύλη που χύνεται χειμαρρώδης μέσα από τις σελίδες του και που επιμερίζεται σε τρία μέρη που τιτλοφορούνται: «Δίκην ημερολογίου», «Πανανθρώπινη Αλληλεγγύη - Εθελοντισμός»  και «Λίγο προτού πούμε αντίο».
    Στο  πρώτο  και μεγαλύτερο μέρος η συγγραφέας και ηρωίδα μαζί του έργου βασικά αναφέρεται στις εντυπώσεις και στα βιώματά της ως τροφίμου του Ασύλου Βόλου στην πενταετία 1957 - 1962, στις σχέσεις και τη συναναστροφή της με τα άλλα κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες και τα ομοιόμορφα φορέματα που βρήκε εκεί, στα σεβαστά πρόσωπα που στελέχωναν το Ίδρυμα  –την πάντα καλοσυνάτη και φιλόστοργη διευθύντρια - «μητέρα» Αμαλία Ζογλοπίτου, την νοικοκυρεμένη λογίστρια Κική, τις επιμελήτριες Αντιγόνη και Κλεοπάτρα, τις κατά καιρούς προέδρους του Δ.Σ του Ασύλου Μαίρη Κόττα και Αικατερίνη Πέτρου– στη συμμετοχή κοριτσιών του Ιδρύματος σε ομάδες Προσκόπων, στις κάθε είδους γιορτές, εκδρομές, επισκέψεις, κατασκηνώσεις και λοιπές εκδηλώσεις του Ιδρύματος. Αναφορές γεμάτες με την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του ευεργετημένου ανθρώπου αλλά και τη σφραγίδα της ευαίσθητης και πρώιμης ποιήτριας, που, από τα δώδεκα κιόλας χρόνια της, είχε δείξει αψιά τα σημάδια της ποιητικής της δεξιότητας και ενδελέχειας. 
   Στο ίδιο, όμως, μεγάλο κομμάτι των αφηγήσεών της εμφιλοχωρούν κι ένα πλήθος στοιχεία της τοπικής προσεισμικής και μετασεισμικής (κι εννοώ τους μεγάλους  σεισμούς του 1955) ιστορίας του Βόλου. Με αναφορές στους ρυθμούς ζωής των Βολιωτών στις δεκαετίες 1950 και 1960, αλλά και στην καθημερινή ζωή των Μικρασιατών προσφύγων της Ν. Ιωνίας Βόλου, και συνειρμικά στα γεγονότα του ξεριζωμού τους από τις προγονικές τους εστίες, της μετεγκατάστασής τους κ.λπ. Αναφορές επίσης γίνονται για  τους σεισμούς του 1955, που έπληξαν καίρια πολλά ωραία και νεοκλασικά κτίρια του Βόλου, αλλά και το πρώτο κτίριο του Ασύλου, για τις περιπέτειες ως την εξασφάλιση της μόνιμης κατοπινής στέγασης του οποίου στη «Λεύκα» του Βόλου και στέκεται ιδιαίτερα. Τέλος, ιστορικές αναφορές, γίνονται και για μεγάλα πολιτικά και εθνικά γεγονότα, όπως ήταν οι οδυνηρές συνέπειες του Εμφυλίου πολέμου, το Κυπριακό ζήτημα, με την ΕΟΚΑ και τους τραγουδισμένους με την πρώιμη ποίησή της αγωνιστές της, τον εθνάρχη Μακάριο και τη Συνθήκη της Ζυρίχης του 1959, για τις εθνικές εκλογές του 1961 κ.λπ.              
    Με  περισσότερη προσήλωση στο κομμάτι της ιστορικής έρευνας, με τη συνδρομή όμως πάντα της  καθαρής λογοτεχνικής διαπραγμάτευσης, το δεύτερο μέρος της μυθιστορίας «Πανανθρώπινη Αλληλεγγύη - Εθελοντισμός». Με τη συγγραφέα να ψάχνει, να βρίσκει και να παρουσιάζει, με την πολύτιμη συνδρομή των μακροβιότερων παλιών προέδρων του Δ.Σ. του Ασύλου Μαίρης Κόττα και Κατερίνας Πέτρου, τις εθελόντριες που συνέδραμαν τον αγώνα για τη συνέχιση της λειτουργίας του Ασύλου και τα γραπτά κυρίως  ντοκουμέντα που σχετίζονται μ’ αυτή. Μια λειτουργία που  κράτησε από την ίδρυσή του το 1922 ως το 1991, οπότε σίγησε η δραστηριότητά του και το αρχείο του παραδόθηκε στα Γενικά Αρχεία του Κράτους. Πέντε χρόνια αργότερα τα κλειδιά του παραδόθηκαν στο Δήμο Βόλου απ’ την τελευταία πρόεδρό του Κατερίνα Πέτρου κι έκτοτε, με πολύ αγώνα της ίδιας και των συνεργατών της  να παραμείνει το κτίριο του Ασύλου χώρος για παιδιά, λειτούργησε όντος ως Παιδικός Σταθμός του Δήμου για μια περίπου 20ετία, για να καταλήξει όμως πριν από 2-3 χρόνια σε …ΚΑΠΗ…
    Στο τρίτο και τελευταίο μέρος του όλου πονήματός της («Λίγο προτού πούμε αντίο») η συγγραφέας ξαναγυρίζει στο καλοκαίρι του 1962, λίγες μέρες πριν τελειώνει η πεντάχρονη παραμονή της στο Άσυλο και μετοικήσει με τη μάνα της σε άλλο σπίτι. Μέρες ξεχωριστής χαράς για το γυμνασιακό της απολυτήριο αλλά και για την πανελλήνια τιμητική της διάκριση για ποίημά της, μέρες όμως και συγκινησιακά αψιά φορτισμένες για τον αποχωρισμό της από τις αγαπημένες της φιλενάδες στο Ίδρυμα. 
    Ένας κύκλος της ζωής για τη μυθιστορηματικής ηρωίδα Μυρσίνη και την ίδια τη συγγραφέα διέγραφε την καμπύλη του. Το κλείσιμο αυτού του κύκλου σήμαινε  και το τέλος του μυθιστορήματος,  Με το μέλλον να διαγράφεται άδηλο, τουλάχιστον για τη Μυρσίνη, όπως επιλογικά, και πριν από το πλούσιο φωτογραφικό παράρτημα στο τέλος της μυθιστορίας, δηλώνεται πρωτοπρόσωπα από την ίδια:
    «Ποια θα ήταν η επόμενη στροφή στο άγραφο του χρόνου ούτε μπορούσα να φανταστώ κι αν ρήγισσες σελίδες θα διαφέντευαν τη σοφή της τελετουργία. Σίγουρα όμως καμιά δεν θα έμοιαζε μ’ εκείνες που με οδύνη και αγαλλίαση ιχνογραφήθηκαν στα Κορίτσια με τις άσπρες κορδέλες»…[                                  

  «Ταχυδρόμος» 19/2/2017
Θέμα: 
 

Τα βιβλία μου